κρηνιας

κρηνιας
    κρηνιάς
    I
    -άδος (ᾰδ) ἥ ключ, источник Anth.
    II
    -άδος adj. f живущий в источнике
    

(Νύμφαι Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κρηνιας" в других словарях:

  • κρηνιάς — κρηνιάς, άδος (Α) βλ. κρηναίος …   Dictionary of Greek

  • κρηνιάδες — κρηνιάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνιάσιν — κρηνιάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίος — α, ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, αία, ον, θηλ. και κρηνιάς) αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. αγορ αίος, μοιρ αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα ιάς …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»